αξεθύμαστος

αξεθύμαστος
-η, -ο
επίρρ.
1. εκείνος που δεν έχει ηρεμήσει, δεν έχει καταπραϋνθεί: Έχει ένα θυμό αξεθύμαστο.
2. αυτός που δεν έχει χάσει τη δύναμή του, το άρωμά του: Ζήτησε να του φέρουν οινόπνευμα αξεθύμαστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αξεθύμαστος — η, ο 1. (για ανθρώπους ή καταστάσεις) αυτός που δεν ξεθύμανε, δεν καταπραΰνθηκε, δεν έχασε την οξύτητά του 2. (κυρίως για οινοπνευματώδη παρασκευάσματα) αυτός του οποίου το οινόπνευμα δεν ελαττώθηκε με εξάτμιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”